σκαλάθυρμα

Middle Liddell

σκᾰλάθυρμα, ατος, τό, a quibble

German (Pape)

[Seite 888] τό, Grübelei, Spitzfindigkeit, leere, spitzfindige Untersuchung, Posse, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
petit trou d'enfant, càd subtilité puérile, babiole, bagatelle.
Étymologie: σκαλαθύρω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ σκαλαθύρω
νεοελλ.
μικρή επιστημονική πραγματεία ή πρόχειρο λογοτεχνικό έργο
αρχ.
σοφιστική λεπτολογία και, γενικά, παίγνιο, φλυαρία.

Greek Monotonic

σκᾰλάθυρμα: -ατος, τό, λεπτολογία, μικρολογία, λογοπαίγνιο, σοφιστεία, σόφισμα, αμφίσημη έκφραση· απ' όπου, υποκορ. σκᾰλᾰθυρμάτιον, τό, μικρολογία, σύννομο, ευφυές λογοπαίγνιο, σε Αριστοφ.