συνεκφύομαι

Revision as of 10:44, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Pass. with aor. 2 Act., A to be born together, Philostr.Im.2.27; have its origin with, Gal.18(2).941, Ruf.Anat. 38.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκφύομαι: Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἐκφύομαι, γεννῶμαι ὁμοῦ, Φιλόστρ. 852.

Greek Monolingual

Α
1. γεννιέμαι μαζί («τὰ ὅπλα συνεκφῡναι οἱ», Φιλόστρ.)
2. έχω την ίδια καταγωγή με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκφύομαι «φυτρώνω, γεννιέμαι»].

Greek Monolingual

Α
1. γεννιέμαι μαζί («τὰ ὅπλα συνεκφῡναι οἱ», Φιλόστρ.)
2. έχω την ίδια καταγωγή με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκφύομαι «φυτρώνω, γεννιέμαι»].