τετράδωρος

Revision as of 12:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (A δῶρον ΙΙ) four palms long, Anon. ap. Plin.HN 35.171, = Vitr.2.3.3.

German (Pape)

[Seite 1097] vier Querhände oder Handbreiten lang, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετράδωρος: -ον, ὁ ἔχων μῆκοςπλάτος τεσσάρων παλαμῶν, παρὰ Πλίν. Ν. Η. 35. 14.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μήκος τεσσάρων παλαμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) + -δωρος (< δῶρον «παλάμη»), πρβλ. δωδεκά-δωρος].