τετράδωρος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (δῶρον ΙΙ) four palms long, Anon. ap. Plin.HN 35.171, = Vitr.2.3.3.
German (Pape)
[Seite 1097] vier Querhände oder Handbreiten lang, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τετράδωρος: -ον, ὁ ἔχων μῆκος ἢ πλάτος τεσσάρων παλαμῶν, παρὰ Πλίν. Ν. Η. 35. 14.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει μήκος τεσσάρων παλαμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) + -δωρος (< δῶρον «παλάμη»), πρβλ. δωδεκάδωρος].