φαλαγγηδόν

Revision as of 13:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv. A in phalanxes, Il.15.360, Plb.3.115.12, Polyaen.7.44.2, Onos.21.6.

German (Pape)

[Seite 1252] adv., phalangenweise, in Phalangen; Il. 15, 360; Pol. 3, 115, 12, im Ggstz von κατ' ἄνδρα καὶ κατὰ σπείρας. Vgl. Plut. Otho 12.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλαγγηδόν: Ἐπίρρ., κατὰ φάλαγγας, Ἰλ. Ο. 360, Πολύβ. 3. 115, 12, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
en ordre de bataille, en troupe rangée.
Étymologie: φάλαγξ, -δον.

English (Autenrieth)

by phalanxes, in companies, in columns.

Greek Monolingual

ΝΑ
επίρρ. κατά φάλαγγες («φαλαγγηδὸν ἐμάχοντο», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, -αγγος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].

Greek Monotonic

φᾰλαγγηδόν: επίρρ. (φάλαγξ), σε φάλαγγες, σε Ομήρ. Ιλ., Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

φᾰλαγγηδόν: adv. фалангами, колоннами, в сомкнутом строю (προχέεσθαι Hom.; στρέφεσθαι Polyb.; μάχεσθαι Plut.).

Middle Liddell

φάλαγξ
in phalanxes, Il., Polyb.