φάλαγξ
English (LSJ)
[φᾰ], φάλαγγος, ἡ, (v. sub fin.)
A line of battle, battle-array, Hom. only in Il., once in sg., Τρώων ῥῆξε φάλαγγα Il.6.6: elsewhere pl. the ranks of an army in battle, Δαναοὶ ῥήξαντο φάλαγγας 11.90; φάλαγγες ἀνδρῶν 19.158, Hes. Th.935; τῶν κάτω Διὸς φαλάγγων S.Ichn. (lyr.) in PTeb. 692 iii 10.
2 heavy infantry (hoplites) in battle-order, X.An.1.8.17, al.; ἡ φάλαγξ τῶν ὁπλιτῶν ib.6.5.27, cf. D.9.49; opp. πελτασταί, X.An.6.5.25; opp. ἱππεῖς, Id.Cyr.6.3.2, Ages.2.9; τοὺς ἱππεῖς πρὸ τῆς φ. ἔστησαν D.S.20.10, cf. Plu.Crass.23; but οἱ Ἕλληνες ἱππεῖς ὥσπερ φ. ἐπὶ τεττάρων παρατεταγμένοι X.HG3.4.13: esp. line of battle, opp. κέρας (column in marching order), ἐπὶ φάλαγγος ἄγειν, opp. κατὰ κέρας or ἐπὶ κέρως ἄγειν, Id.Cyr.1.6.43; of ships, Id.HG6.2.30; ἐκ κέρατος εἰς φάλαγγα καταστῆσαι = to form from column into line, Id.Cyr.8.5.15; παρ' ἀσπίδα παραγαγόντας τὴν ἐνωμοτίαν ἐπὶ φάλαγγος Id.An.4.3.26; ἐπὶ φάλαγγος καθίστασθαι Id.Cyr.6.3.21, cf. An.6.5.7,25.
b main body, centre, opp. the wings (κέρατα), Id.Cyr.7.1.6, al.
c camp, εἴσω, ἔξω φάλαγγος, Id.Ages.2.15. Lac.12.3, cf. Eq.8.12.
3 especially of the Macedonian phalanx, Plb.18.29sqq., etc.
4 in writers on Tactics:
a corps of 16384 hoplites, Ascl.Tact.2.7, Ael.Tact.8.3.
b corps of 8192 ψιλοί (= ἐπίταγμα, q.v.) Ascl. Tact.2.7, Arr. Tact.14.2.
c contingent of 64 chariots (= two κέρατα), Ascl. Tact.8, Ael.Tact.22.2.
d contingent of 64 elephants, ib.23.
5 metaph., λοπάδων παρατεταγμένη φ. Diph.44.3; of a band of pupils, Lib.Ep.145.1; of a governor's staff (Lat. officium), Id.Or.46.11.
II round piece of wood, trunk, log, φάλαγγες ἐβένου Hdt.3.97; ἐκ κοτίνοιο φ. A.R.2.843; φ. πύξιναι IG11(2).287 B145 (Delos, iii B. C.).
2 pl., rollers for moving heavy loads, A.R.1.375sq., Orph. A.270: sg., Phryn.PSp.124B.
3 arm of a balance, Arist.Mech. 849b36; arm of the Danish steelyard, ib.853b25.
III = φάραγξ, BGU 282.18 (ii A. D.).
IV bone between two joints of the fingers and toes, Arist.HA493b29; pl., Ruf.Onom.84 (but metacarpals, [Ruf.] Oss. 22).
2 row of eyelashes, Paul.Aeg.6.8.
V = φαλάγγιον 1, Ar. V.1509, Ra.1314 (lyr.), Pl.Com.22, X.Mem.3.11.6: masc. in Arist.HA609a5. (The orig. sense was prob. log, cf. OHG balcho 'beam', Lat. sufflamen (for sub-flag-men) 'brake'.)
German (Pape)
[Seite 1252] ἡ, 1) die Schlachtreihe, Schlachtordnung; Hom. im sing. nur Αἴας Τρώων ῥῆξε φάλαγγα Il. 6, 6; gew. im plur., die Reihen od. Glieder der Schlachtordnung, Δαναοὶ ῥήξαντο φάλαγγας 11, 90, u. öfter in dieser Vrbdg; ὅθι πλεῖσται κλονέοντο φάλαγγες 11, 148. 15, 448, und sonst; auch φάλαγγες ἀνδρῶν, 19, 158; in der Od. kommt das Wort gar nicht vor; Hes. Th. 935. – 2) eine gewisse Schlachtordnung des griechischen, bes. des macedonischen Fußvolks, die auch von den Römern angenommen wurde u. gew. aus 16 Gliedern bestand, vgl. bes. Pol. 18, 12 Plut. Mar. 25, aber auch von verschiedener Tiefe vorkommt, vgl. Thuc. 4, 93. 5, 68; ἐπὶ φάλαγγος ἄγειν, in einer Phalanx aufrücken lassen, Xen. Cyr. 1, 6,43, καθίστασθαι, sich in Linie aufstellen, 6, 3,21, τάττεσθαι, παράγειν, An. 4, 3,26, ὅπως ἐπὶ φάλαγγος γένοιτο τὸ στράτευμα 4, 6,6, im Gegensatz von κατὰ κέρας, vgl. Hell. 6, 2,30; dann übh. das schwere Fußvolk, bes. im Gegensatz der Reiterei. – 3) ein rundes Stück Holz, ein runder Stamm od. Block, Her. 3, 97; bes. eine Rolle od. Walze zum Fortrollen einer Last, Ap. Rh. 2, 843 Orph. Arg. 272; – auch ein Wagebalken, Arist. mechan. 1, 20. – 4) die Glieder od. Gelenke, bes. an Händen und Füßen, interpodium, Arist. H. A. 1, 15. – 5) die Spinne, wegen der langen Gelenke ihrer Beine; Ar. Vesp. 1509; Arist. H. A. 9, 1. Vgl. φαλάγγιον.
French (Bailly abrégé)
αγγος (ἡ) :
A. gros morceau de bois rond, gros bâton;
B. rang ou ordre de bataille, troupe rangée, flotte rangée :
I. ligne de bataille, front d'une troupe : ἄγειν ἐπὶ φάλαγγος XÉN faire avancer en ligne de front ; ἐκ κέρατος εἰς φάλαγγα καταστῆσαι XÉN former une troupe de colonne en ligne ; ἐπὶ φάλαγγος καθίστασθαι XÉN se former en ligne ; ligne de bataille de l'infanterie macédonienne ou de la légion romaine;
II. p. ext. 1 armée en gén. ; particul. centre d'une armée;
2 armée en marche;
3 armée campée ; camp;
III. faucheux, araignée à longues pattes, insecte.
Étymologie: DELG mot i.-e.
Russian (Dvoretsky)
φάλαγξ: αγγος (φᾰ) ἡ
1 (очищенный от ветвей), ствол, бревно, колода (φάλαγγες ἐβένου Her.);
2 коромысло весов Arst.;
3 сустав пальца, фаланга: δακτύλου τὸ ἄκαμπτον φ. Arst. несгибающаяся часть пальца (называется) фалангой;
4 фаланга, боевой порядок тяжеловооруженной пехоты, пеший строй (φάλαγγες ἀνδρῶν Hom., Hes.; ἡ φ. τῶν ὁπλιτῶν Xen., Dem.): ἐπὶ φάλαγγος ἄγειν Xen. двигаться боевой колонной; ἐκ κέρατος εἰς φάλαγγα καταστῆσαι Xen. перестроить из фланговой (т. е. походной) колонны в боевую (глубина фаланги у греков и македонян - от 4-х до 24-х человек, чаще всего - 16);
5 центр боевого порядка: ἀποσπᾶν τὰ κέρατα ἀπὸ τῆς φάλαγγος Xen. отрывать фланги от центра;
6 военный лагерь (εἴσω φάλαγγος, ἔξω τῆς φάλαγγας Xen.);
7 паук-сенокосец Arph., тж. фаланга или тарантул Xen., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
φάλαγξ: [ᾰ], αγγος, ἡ, γραμμὴ ἢ παράταξις μάχης, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ Ἰλ. καὶ μόνον ἅπαξ ἐν τῷ ἑνικῷ ἀριθμῷ Τρώων ῥῆξε φάλαγγα Ἰλ. Ζ. 6· ἀλλαχοῦ ἐν τῷ πληθ., αἱ τάξεις στρατεύματος εἰς μάχην παρατεταγμένου, Δαναοὶ ῥήξαντο φάλαγγας Λ. 90· φάλαγγες ἀνδρῶν Τ. 158, Ἡσ. Θεογ. 935. 2) τὸ κύριον σῶμα, οἱ βαρέως ὡπλισμένοι (ὁπλῖται), καὶ εἰς μάχην παρατεταγμένοι, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 17, κ. ἀλλ.· ἡ φ. τῶν ὁπλιτῶν αὐτόθι 6. 3. 27, Δημ. 123. 26· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πελτασταί, Ξεν. Ἀν. 6. 3, 25· πρὸς τὸ ἱππεῖς, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 6. 3, 1, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 2, 9, Διόδ., κλπ. Ὁ σχηματισμὸς τῆς φάλαγγος δὲν ἦτο πάντοτε ὁ αὐτός, ἡ τῶν Σπαρτιατῶν φάλαγξ ἐν Τεγέᾳ εἶχε βάθος ὀκτώ, Θουκ. 5. 68· ἡ τῶν Θηβαίων ἐπὶ Δηλίῳ εἰκοσιπέντε, ὁ αὐτ. 4. 93· ἀλλὰ τὸ σύνηθες βάθος κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ξενοφῶντος ἦτο μόνον τεσσάρων ἀνδρῶν, Ἀνάβ. 1. 2, 5, Ἑλλ. 3. 4, 13. ― Ἐντεῦθεν τὸ φάλαγξ ἐσήμαινε τὴν πρὸς μάχην κατὰ μέτωπον παράταξιν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κέρας (πρβλ. κέρας VII. 3, ὄρθιος ΙΙΙ), ἐπὶ φάλαγγος ἄγειν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατὰ κέρας ἢ ἐπὶ κέρως ἄγειν, Λατιν. quadrato agmine ducere, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ longo agmine, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 43, Ἑλλ. 6. 2, 30 (ἐπὶ πλοίων)· ἐκ κέρατος εἰς φ. καταστῆσαι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 5, 15, πρβλ. Ἀνάβ. 4. 3, 26· ἐπὶ φάλαγγος καθίστασθαι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 6. 3, 21, πρβλ. Ἀνάβ. 6. 3, 7 καὶ 25· ― περὶ τῆς Μακεδoνικῆς φάλαγγος, ὡς ἐτελειοποίησεν αὐτὴν ὁ Φίλιππος, ἴδε Πολύβ. 18. 12 κἑξ., Ni buhr. R. H. 3, σ. 466 κἑξ. β) παρὰ Ξενοφ. λέγεται ἐπὶ τοῦ κυρίου σώματος τοῦ στρατοῦ δηλ. τοῦ κέντρου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ κέρατα, Κύρ. Παιδ. 7. 1, 5, κ. ἀλλ. γ) παρὰ Ξεν. ὡσαύτως, στρατόπεδον, Ἀγησ. 2. 15, Λακ. Πολ. 12, 3, Ἱππ. 8, 12. ΙΙ. στρογγύλον, κυλινδρικὸν τεμάχιον ξύλου, στέλεχος, πρέμνον, κορμός, μακρὸν ξύλον, φάλαγγες ἐβένου Ἡρόδ. 3. 97· ἐκ κοτίνοιο φ. Ἀπολλ. Ροδ. Β. 843. 2) ἐν τῷ πληθ. ξύλινοι κύλινδροι, φαλάγγια πρὸς μετακίνησιν βαρῶν, phalangae, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 375 κἑξ., Ὀρφ. Ἀργον. 272, πρβλ. Α. Β. 115. 3) τοῦ ζυγοῦ τὸ ὁριζόντιον σιδήριον, ἐξ οὗ ἐξαρτῶνται ἑκατέρωθεν αἱ πλάστιγγες, Ἀριστ. Μηχ. 1. 20, 20, 1. ΙΙΙ. τὸ ὀστοῦν τὸ μεταξὺ δύο ἁρμῶν τῶν δακτύλων τῆς χειρὸς ἢ τοῦ ποδός, Λατ. phalanx, internodium δακτύλου τὸ ἄκαμπτον φάλαγξ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 3. ΙV. = φαλάγγιον, Ἀριστοφ. Σφ. 1509, Βάτρ. 1314, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἑλλάδι» 7, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1. 13. (Ἐλέχθη ὅτι ἡ πρώτη σημασία τῆς λέξεως ἦν ἡ τοῦ πρὸς μετακίνησιν χρησιμεύοντος κυλίνδρου, καὶ ὅτι ἐκ ταύτης ἐπήγασεν ἡ χρῆσις τοῦ Ὁμηρικοῦ φάλαγγες, δηλ. τάξεις ἀνδρῶν οἱονεὶ κυλινδούμεναι ἡ μία κατόπιν τῆς ἄλλης, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λέξ. ― Ἀλλ’ ἡ σημασία αὕτη ἀπαντᾷ πολὺ μεταγενέστερον ἢ ὥστε νὰ δικαιολογήσῃ ἢ καταστήσῃ πιθανὴν τὴν τοιαύτην εἰκασίαν).
English (Autenrieth)
αγγος: phalanx, line of battle, column.
Greek Monolingual
η / φάλαγξ, -αγγος, ΝΜΑ
1. γραμμή, τάξη, παράταξη στρατεύματος για μάχη σε μεγάλο βάθος
2. η οριζόντια μεταλλική ράβδος του ζυγού από την οποία είναι αναρτημένοι εκατέρωθεν οι δίσκοι
3. ανατ. καθένα από τα μικρά οστά που αποτελούν τον σκελετό τών δακτύλων τών χεριών και τών ποδιών του ανθρώπου και τών ζώων
νεοελλ.
1. έκτακτο στρατιωτικό σώμα με ιδιαίτερη συγκρότηση και οργάνωση (α. «φάλαγγα ιερολοχιτών» β. «φάλαγγα μακεδονομάχων»)
2. σχηματισμός στρατιωτικού τμήματος, ιδίως σε κίνηση («η αεροπορία επισήμανε δύο φάλαγγες τεθωρακισμένων στα μετόπισθεν τών εχθρικών γραμμών)·3. τρόπος διάταξης στρατιωτικού ή άλλου συγκροτημένου σώματος, λ.χ. προσκόπων, αθλητών, μαθητών («φάλαγγα κατ' άνδρα [ή κατά δυάδες, κατά τριάδες κ.λπ.]» — φάλαγγα αποτελούμενη από έναν ή δύο ή τρεις κ.λπ. άνδρες σε βάθος, από έναν ή δύο ή τρεις κ.λπ. ζυγούς)
4. παραστρατιωτικό σώμα
5. μεγάλη μονάδα οργανωτικής συγκρότησης της λεγόμενης Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας την οποία είχε ιδρύσει το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου
6. φρ. α) «διπλή φάλαγγα» — σχηματισμός στρατεύματος
β) «σύστημα φάλαγγας»
(οικον.-κοινων.) το φαλαγγιστήριο
γ) «Πανεπιστημιακή Φάλαγξ» — βλ. πανεπιστημιακός
αρχ.
1. ιδιαίτερη διάταξη, ιδιαίτερος τακτικός σχηματισμός μάχης ενός στρατεύματος και ιδίως του κύριου σώματος, τών βαριά οπλισμένων στρατιωτών (α. «τοὺς ἱππέας πρώτους..., ὄπισθεν δὲ ἡ φάλαγξ ἐφεπομένη», Ξεν.
β. «ἐπετάχυνε τὴν πορείαν προσβιαζόμενος ἀκολουθεῖν τὴν φάλαγγα τοῖς ἱππεῡσι», Πλούτ.)
2. συνεκδ. η για κατά μέτωπο μάχη παράταξη του κέντρου του στρατού, σε αντιδιαστολή προς το κέρας·3. (στον Όμ.) σύνολο στρατεύματος που παρατάσσεται σε μάχη
4. μεγάλη στρατιωτική μονάδα 16. 384 ανδρών, υποδιαιρούμενη σε μικρότερες ομάδες και σε 16 σειρές
5. το στρατόπεδο («συνελκύσαντες τοὺς τῶν πολεμίων νεκροὺς εἴσω φάλαγγος», Ξεν.)
6. κυλινδρικό κομμάτι ξύλου, στέλεχος, πρέμνο, κορμός («φάλαγγες ἐβένου», Ηρόδ.)
7. η αράχνη φαλάγγιο («ἐοίκασιν ἡμῖν οἱ νόμοι τούτοισι τοῖσι λεπτοῖς ἀραχνίοις, ἃ τοῖσι τοίχοισιν ἡ φάλαγξ ὑφαίνει», Πλάτ.)
8. σειρά βλεφαρίδων
9. δ. προφ. του φάραγξ
10. (κατά τον Φώτ.) «φάλαγγες... λέγεται... καὶ νεὼς ὑπερείσματα... καὶ ἐπὶ τῆς νεὼς ἡ διαβάθρα»
11. στον πληθ. αἱ φάλαγγαι
α) ξύλινοι κύλινδροι για την μετακίνηση βαρών
β) περιφράγματα, χαρακώματα
12. φρ. «φάλαγξ πλαγία» — φάλαγγα με μήκος μετώπου πολλαπλάσιο του βάθους
β) «φάλαγξ ὀρθή [ή ὀρθία]» — φάλαγγα με βάθος πολλαπλάσιο του μετώπου
γ) «φάλαγξ ἀμφίστομος» — ορθή φάλαγγα στην οποία οι άνδρες τάσσονταν πλάτη με πλάτη ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν επίθεση του εχθρού και από τις δύο πλευρές
δ) «φάλαγξ άντίστομος» — πλάγια φάλαγγα με διάταξη όμοια με αυτήν της αμφίστομης
ε) «μακεδονικὴ φάλαγξ» — φάλαγγα από 8, και στη συνέχεια από 16, σειρές πεζεταίρων οπλισμένων με την περίφημη σάρισα και με ξίφος
στ) «λοξή φάλαγξ» — τύπος φάλαγγας που σχημάτιζε οξεία γωνία προς την αντίπαλη, παρατεταγμένη σε ευθεία γραμμή, φάλαγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φάλα-γ-ξ, -α-γ-γος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bhelәg- «σανίδα, δοκάρι» και εμφανίζει συνεσταλμένο το φωνήεν της πρώτης συλλαβής και έρρινο ένθημα -γ- (πρβλ. φάρα-γ-ξ). Η λ. συνδέεται με τ. της Γερμανικής, πρβλ. αρχ. ισλανδ. bjalki «δoκάρι», αγγλοσαξ. balca, bealca «δοκάρι», γερμ. Balken «δοκάρι», ενώ η σύνδεση της με άλλους τ., όπως λατ. fulcio «στηρίζω», λιθουαν. balžiena «ρόπαλο», ρωσ. bolozno «χοντρή σανίδα», κ.ά. παραμένει ανεπιβεβαίωτη. Αρχική σημ. της λ., επομένως, είναι η σημ. «κυλινδρικό κομμάτι ξύλου», από την οποία προήλθαν οι σημ. «καθένα από τα επιμήκη οστά τών δακτύλων» (λόγω του σχήματός τους) και «είδος αράχνης» (για τη σημασιολογική σχέση τών τ., πρβλ. το ζεύγος: σκυτάλη «ξύλινη ράβδος»: σκυταλίς «φάλαγγα τών δακτύλων» και «είδος καβουριού», «είδος κάμπιας»). Τέλος, η χρήση της λ. φάλαγξ για να δηλωθεί η στρατιωτική παράταξη είναι αρχαία, πρέπει, όμως, να θεωρηθεί μεταφορική].
Greek Monotonic
φάλαγξ: [ᾰ], -αγγος, ἡ,
I. 1. γραμμή μάχης, παράταξη μάχης, σε Ομήρ. Ιλ.· κυρίως στον πληθ., οι τάξεις του στρατού, στο ίδ., Ησίοδ. 2. α) φάλαγγα, δηλ. το βαρέως οπλισμένο πεζικό (ὁπλῖται), στη γραμμή της μάχης, σε Ξεν. κ.λπ.· ο σχηματισμός της φάλαγγας διέφερε· η σπαρτιατική γραμμή μάχης στην Τεγέα είχε βάθος οκτώ στρατιωτών, σε Θουκ.· η θηβαϊκή στο Δήλιο είκοσι πέντε, στον ίδ.· η φάλαγγα τελειοποιήθηκε από το Φίλιππο το Μακεδόνα. β) λέγεται για το κυρίως σώμα, κέντρο αντίθ. προς τα άκρα (κέρατα), σε Ξεν. γ) στρατόπεδο, σε Ξεν.
II. στρογγυλό κομμάτι από ξύλο, κορμός δέντρου, κούτσουρο, σε Ηρόδ.
III. δηλητηριώδης αράχνη (πρβλ. φαλάγγιον), σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
Middle Liddell
φᾰ́λαγξ, αγγος,
I. a line of battle, battle-array, Il.; mostly in plural the ranks, Il., Hes.
2. the phalanx, i. e. the heavy infantry (ὁπλῖταἰ in battle-order, Xen., etc.: the formation of the phalanx differed; the Spartan line at Tegea was eight deep, Thuc.: the Theban at Delium twenty-five, Thuc.; the phalanx was brought to perfection by Philip of Macedon.
b. for the main body, centre, as opp. to the wings (κέρατἀ, Xen.
c. a camp, Xen.
II. a round piece of wood, a trunk, log, Hdt.
III. a venomous spider (cf. φαλάγγιον), Ar. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
φάλαγξ: -αγγος
{phálagks}
Grammar: f.
Meaning: rundes und längliches Stück Holz, Baumstamm, Walze, Balken (Hdt., Delos IIIa, A. R., Orph.), Waagebalken (Arist.), Gelenk an den Fingern (Arist., Mediz.), Reihe der Augenwimpern (Paul. Aeg.), Spinne (Kom., X.; wegen der langen Gelenke der Beine); seit alters als militärischer Fachausdruck ‘(dichte, gedrängte) Schlachtordnung, Schlachtreihe’ (seit Il.), in späterer Zeit von der sog. dorischen und ganz besonders von der makedonischen Phalanx mit ihrem schwerbewaffneten Fußvolk (X., Plb. u.a.).
Composita: Als Vorderglied u.a. in φαλαγγομαχέω ‘in einer (gegen eine) Schlachtreihe (zu Fuß) kämpfen’ (X., D. S.; Gegensatz ἱππο-, πυργομαχέω), -ας m. in der Schlachtreihe kämpfend (AP).
Derivative: Davon 1. φαλάγγιον n. Art giftige Spinne (att. usw.), "Spinnenkraut", gegen Spinnenbisse gebraucht (Dsk.; Strömberg Pfl. 70f.), Walze (H., Eust., EM). 2. -ίτης m. ‘Soldat einer Ph.’ (Plb. u.a.), "Spinnenkraut" (Gal.), f. -ῖτις f. ib. (Dsk.; Redard 42 u. 77). 3. -ιτικός ‘aus Soldaten einer Ph. bestehend' (Plb.). 4. -ηδόν in einer Schlachtreihe (O 360, Plb. u.a.). 5. -όω mit Walzen ausrüsten (Ph. Bel. u.a.), -ωμα n. Walzgerät (Phryn. PS), auch = πομπή τις ἐν τοῖς Διονυσίοις (H.), -ωσις f. Bez. einer Krankheit der Augenwimpern (Mediz.). 6. φαλαγκτήρια n. pl. runde Holzblöcke (Miletos Va; zur nominalen Ableitung Fraenkel Nom. ag. 1, 204 A. 2).
Etymology: Bildung wie φάραγξ, σῆραγξ, φάρυγξ u.a. Wenn der Nasal, wie wahrscheinlich, sekundär ist (Schwyzer 498 m. Lit.), hat man von einem zweisilbigen Stamm *φαλαγ- auszugehen, neben dem ein hochstuflges idg. *bheləĝ- anzusetzen ist, das sich mit regelmäßigem Schwund des ə mehrfach im Germanischen wiederfindet, z.B. awno. bialki m. (urg. *belkan-) Balken, woneben mit Ablaut ahd. usw. balko m. (urg. *balkan-) ’Bal-ken’, ags. bolca m. Schiffsgang (urg. *bulkan-). Auch im Baltischen und Slavischen sind Ableger davon vermutet worden in lit. balžíena(s) biegsame Querstange zur Verbindung des Aufsatzes auf dem Schlitten, Prügel, Knebel, russ. dial. bólozno dickes Brett, sloven. blazína Dachbalken, Querbaum des Schlittens u. a. m. Aus dem Latein wurden herangezogen teils das Verbalnomen sufflāmen n. Hemmschuh, Sperrbalken, Hindernis (Grundform unsicher: *flāg-(s)men-[mit alter Hochstufe] oder *flăg-smen- [mit Tiefstufe]), teils das Verb fulciō stützen (wohl aus *bhl̥ḱ-i̯ō mit Schwundstufe und auslaut. -k; vgl. φάλκης); es kann sich in beiden Fällen höchstens um indirekte Verwandtschaft handeln. Noch fraglicher ist die Heranziehung von aind. bhuríjau du. f. Bed. unsicher (s. Mayrhofer s.v.). — Weitere Formen m. reicher Lit. bei WP. 2, 181 f., Pok. 122f., W.-Hofmann, Fraenkel und Vasmer s.vv.; daselbst auch allerlei Hypothesen über die Stammbildung (ebenfalls m. Lit.; dazu noch Specht Ursprung 175). Alt. Lit. auch bei Bq. — Lat. LW phalanga Stange, Rolle, Walze, woraus spätlat.-roman. planca, nhd. Planke usw. Aus φαλάγγιον ngr. φαλάγγι, wovon alb. fangi giftige Spinne; nach Havers Sprachtabu 126 durch "tabuistische Kürzung" (?).
Page 2,985-986
Tables
Unit | Troop total | Commander |
dekas | 16 | dekadarch (1 dimoirites & 2 ten stater men as subalterns) |
lochos | 128 (8 dekades) | lochagos |
taxiarchy (?) | 512 (4 lochoi) | taxiarch (?) |
battalion | 1536 (12 lochoi) | eponymous general |
phalanx | 9216 (6 battalions) | no specific commander |
Unit | Troop total | Commander |
lochos | 16 (changed to 12 later) | lochagos [ouragos as the second in command] |
hemilochion renamed after reorganization (dimoiria) | 8 (changed to 6 later) | hemilochites (dimoirites) |
dilochia | 32 | dilochites |
tetrarchia | 64 | tetrarch |
taxis (later hekatontarchia) | 128 | taxiarch (later hekatontarch) |
syntagma | 256 | syntagmatarch |
pentakosiarchia | 512 | pentakosiarch |
chiliarchia | 1024 | chiliarch |
telos (merarchia) | 2028 | telarch (merarch) |
phalangarchia | 4056 | phalangarch |
diphalangia (keras) | 8112 | kerarch |
phalanx | 16224 | general |
English (Woodhouse)
troops in line of battle, venomous spider
Mantoulidis Etymological
-αγγος (=παράταξη μάχης).
Παράγωγα: φαλαγγηδόν, φαλάγγιον (=εἶδος ἀράχνης), φαλαγκόω-ῶ, φαλάγγωμα, φαλάγγωσις.
Translations
phalanx
Armenian: փաղանգ; Belarusian: фаланга; Bulgarian: фаланга; Catalan: falange; Chinese Mandarin: 方陣, 方阵; Czech: falanga; Danish: falanks; Dutch: falanx; Esperanto: falango; Finnish: falangi; French: phalange; Galician: falanxe; German: Phalanx; Greek: φάλαγγα; Ancient Greek: φάλαγξ; Icelandic: kjúka; Irish: falang; Italian: falange; Japanese: ファランクス; Macedonian: фаланга; Polish: falanga; Portuguese: falange; Romanian: falangă; Russian: фаланга; Serbo-Croatian Cyrillic: фаланга; Roman: falanga; Slovene: falanga; Spanish: falange; Swedish: falang; Ukrainian: фаланга; Vietnamese: phalanx