χοροτερπής

Revision as of 15:39, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A delighting in the dance, Nonn.D.14.249.

German (Pape)

[Seite 1367] ές, sich an Chören, Reigentänzen vergnügend, Nonn. D. 20, 24.

Greek (Liddell-Scott)

χοροτερπής: -ές, ὁ χοροῖς τερπόμενος, Νόνν. Διονυσ. 14. 249.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που του αρέσει ο χορός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -τερπής (< τέρπω «αρέσω, ευχαριστώ»), πρβλ. δημο-τερπής].