ἀγκιστροειδής

Revision as of 16:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A hook-shaped, barbed, Placit.1.3.18, etc. Adv. -δῶς Erot. s.v. ἠγκίστρενται.

German (Pape)

[Seite 14] ές, angelartig gekrümmt, Plut. plac. phil. 1, 3 (p. 356).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκιστροειδής: -ές, ἢ -ώδης, ες, ὁ ἔχων σχῆμα ἀγκίστρου, κεκυρτωμένος, Πολύβ. 34. 3, 5, Διόδ. 5. 34, Στράβ. 24, καὶ ἀλλ., διὰ τῶν ἀγκ. ἄστρων (ἀτόμων Heeren) Στοβ. Ἐκλ. Φυσ. 1. 22.

Spanish (DGE)

-ές
I 1de forma de anzuelo, ganchudode los átomos Placit.1.3.18.
2 de armas arponado σιδήρια Procop.Pers.2.21.22, τοῖς ἀγκιστροειδέσι κοντοῖς Procop.Goth.4.11.34
metáf. τὰ ἀγκιστροειδῆ τῶν ὀδόντων αὐτῆς (αἱρέσεως) φάρμακα Epiph.Const.Haer.48.15.
3 anat. otro n., por su forma, de la apófisis del omoplato o coracoides Ruf.Oss.11.
II adv. -ῶς enganchándose Erot.43.8.

Russian (Dvoretsky)

ἀγκιστροειδής: загнутый в виде крючка (τὰ σχήματα τῶν ἀτόμων Plut.).