ἀείδιος
English (LSJ)
ον, Adj. from ἀεί, A everlasting, Hsch.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀείδιος: -ον, ἐπιθ. ἐκ τοῦ ἀεί, ὡς τὸ sempiternus ἐκ τοῦ semper = αἰώνιος, Χρησμ. παρὰ Διδύμ. περὶ Τριάδος 2. 17. 1. «ἀείδιον, ἀένναον, ἀεὶ ὄν», Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
v. ἀίδιος.