ἀκούσιμος

Revision as of 16:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ᾰ], η, ον, A fit to be heard, S.Fr.745.

German (Pape)

[Seite 78] hörbar, σπουδή Soph. frg. 823.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκούσιμος: [ᾰ], -η, -ον, ὃν δύναταί τις νὰ ἀκούσῃ, Σοφοκλ. Ἀποσπ. 823.

Spanish (DGE)

(ἀκούσῐμος) -η, -ον

• Prosodia: [ᾰ-]
digno de ser oído σπουδή S.Fr.745, cf. Fr.991b.

Greek Monolingual

ἀκούσιμος, -η, -ον (Α) ἄκουσις
ο κατάλληλος να τον ακούσει κανείς.

Russian (Dvoretsky)

ἀκούσῐμος: могущий быть услышанным, слышный (σπουδή Soph.).