ἀκαταμέτρητος

Revision as of 17:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A unmeasured, Eratosth. ap. Str.2.1.21, Nicom.Ar.1.17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαταμέτρητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταμετρήσῃ ἢ ὁ μὴ καταμετρηθείς, Στράβ. 77, Νικόμ. Γερασ. 1. 77.

Spanish (DGE)

-ον
no medido Eratosth. en Str.2.1.21, Nicom.Ar.1.17.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαταμέτρητος, -ον) καταμετρῶ
όποιος δεν έχει καταμετρηθεί ή δεν μπορεί να καταμετρηθεί
«ακαταμέτρητα ψηφοδέλτια», «ακαταμέτρητο πλήθος».