ἀμφιπεριστείνομαι

Revision as of 17:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Pass., (στεινός, στενός) A to be pressed, crowded on all sides, Call.Del. 179.

German (Pape)

[Seite 141] Call. Del. 179, ringsum zusammengedrängt, voll sein.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπεριστείνομαι: (στεινός, στενός), παθ., ἁπανταχόθεν πιέζομαι ἢ πυκνοῦμαι, συνωθοῦμαι, Καλλ. εἰς Δῆλ. 179.

Spanish (DGE)

llenarse, atestarse por completo ὁππόταν ... πεδία Κρισσαῖα καὶ Ἡφαίσ[το] ιο φάρ[αγγ] ες ἀμφιπεριστείνωνται Call.Del.179.

Greek Monolingual

ἀμφιπεριστείνομαι (Α)
πιέζομαι, συνωθούμαι από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + περιστείνομαι «στενεύομαι, πιέζομαι»].