ἀνειλιγμένως

Revision as of 18:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of ἀνελίσσω, A explicitly, opp. συνεσπειραμένως, Herm. in Phdr.p.137A., cf. Phlp.inPh.20.5; [ψυχὴμετέχει θεοῦ] ἀ. Anon.Incred.21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνειλιγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., ἐν ἐκτάσει, κεχωρισμένως, λεπτομερῶς, Ἑρμείας εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. σ. 137.

Spanish (DGE)

adv. sobre el perf. pas. de ἀνελίσσω expresamente ὁ ὁρισμός, ἀνειλιγμένως ἕκαστον τῶν ὑπαρχόντων τῷ πράγματι σημαίνει Phlp.in Ph.20.5, cf. Herm.in Phdr.136, Anon.Incred.21.

Greek Monolingual

ἀνειλιγμένως επίρρ. (Α) ανελίσσω
λεπτομερειακά, αναλυτικά, ένα προς ένα.