ἀντισκοτέω

Revision as of 19:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A obstruct, τῷ δικαίῳ S.E.M.2.78.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντισκοτέω: ἐπιχέω σκότος, ἐμβάλλω προσκόμματα, τῷ δικαίῳ Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 2. 78. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ., ἀντισκότησις, ἡ, πρόσκομμα, Γλωσσ.

Spanish (DGE)

fig. obstruir τῷ δικαίῳ S.E.M.2.78.

Russian (Dvoretsky)

ἀντισκοτέω: покрывать мраком, затемнять (τινι Sext.).