ἀντισκοτέω
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
obstruct, τῷ δικαίῳ S.E.M.2.78.
Spanish (DGE)
fig. obstruir τῷ δικαίῳ S.E.M.2.78.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντισκοτέω: ἐπιχέω σκότος, ἐμβάλλω προσκόμματα, τῷ δικαίῳ Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 2. 78. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ., ἀντισκότησις, ἡ, πρόσκομμα, Γλωσσ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντισκοτέω: покрывать мраком, затемнять (τινι Sext.).
German (Pape)
verdunkeln, τινί Sext.Emp.