ἀπομειλίσσομαι

Revision as of 20:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Att. ἀπομειλίττομαι, A appease, allay, θεοῦ μῆνιν D.H. 1.38; πεῖναν Ph.2.477; τινά J.AJ19.9.2; θεούς Porph.Marc.2. II expiate, τὰς τῶν πολλῶν ἁμαρτίας Id.Abst.4.5.

German (Pape)

[Seite 314] wieder besänftigen, Dion. Hal. 1, 38 τὴν τοῦ θεοῦ μῆνιν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομειλίσσομαι: Ἀττ. -ίττομαι: μέλλ. ἀπομειλίξομαι, ἀποθ., καταπραΰνω, καθησυχάζω, ἀπομειλιττόμενος τὴν τοῦ θεοῦ μῆνιν Διον. Ἁλ. 1. 38· καταπαύω, πεῖναν Φίλων. 2. 477.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττομαι
1 calmar, mitigar τὴν τοῦ θεοῦ μῆνιν D.H.1.38, πεῖνάν τε καὶ δίψαν Ph.2.477, πρεσβευσάμενοι γὰρ Κλαύδιον ἀπεμειλίξαντο I.AI 19.366, τοὺς γενεθλίους θεούς Porph.Marc.2, τὸν πατέρα Them.Or.15.191a, αὐτοὺς μιμήσει τινὶ τὸ τῆς φύσεως ἄλογον ἀπομειλιττομένους Aristid.Quint.129.7, cf. 92.9.
2 expiar τὰς τῶς πολλῶν ἁμαρτίας Porph.Abst.4.5.

Greek Monolingual

ἀπομειλίσσομαι (Α)
καταπραΰνω, καθησυχάζω.