καταπαύω

From LSJ

οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπαύω Medium diacritics: καταπαύω Low diacritics: καταπαύω Capitals: ΚΑΤΑΠΑΥΩ
Transliteration A: katapaúō Transliteration B: katapauō Transliteration C: katapayo Beta Code: katapau/w

English (LSJ)

poet. καππαύω Pi.N.9.15, B.Scol.Oxy.1.2:—
A put an end to, stop, κατέπαυσα θεῶν Χόλον Od.4.583; μηνιθμὸν καταπαυσέμεν (Ep. fut. inf.) Il.16.62; πόλεμον καταπαυσέμεν ἀνδρῶν 7.36; νεῖκος κ. Hes.Th.87; τὴν ναυπηγίην Hdt.1.27; νόσους A.Supp.586 (lyr.); λιγυρὰν γᾶρυν B.l.c.; αἱμορραγίαν Gal.16.777; bring to a close, τὸν λόγον Plb.2.8.8; τὸ σύγγραμμα Phld.Po.5.26; κ. τὸν πρῶτον λόγον εἰςconclude the first section and proceed to... Olymp.in Mete.78.9:—Med., πόνους -παυόμενοι E.Hel.1154 (lyr.):—Pass., -παύεται τὰ ἀρρωστήματα τοῖς τῶν ἰατρῶν εὑρήμασι D.26.26.
II c. acc. pers., put an end to, i.e. kill, τάχα κέν σε… ἔγχος ἐμὸν κατέπαυσε Il.16.618; σοῦ κ. τὰς πνοάς Ar.Av.1397.
2 make one stop from a thing, hinder, check, μιν καταπαύσῃ ἀγηνορίης ἀλεγεινῆς Il.22.457; παῖδας καταπαυέμεν ἀφροσυνάων Od.24.457; so κ. τινὰ δρόμου Pl.Plt. 294e: c. part., κ. ταύτην λαλοῦσαν Men.66.5: c. acc. only, keep in check, τινα Od.2.244 (cf. 168), Il.15.105.
3 depose from power, κ. τινὰ τῆς ἀρχῆς, τῆς βασιληΐης, Hdt.4.1, 6.64; τοὺς τυράννους Id.5.38, cf. 2.144, 7.105; Μούσας depose them from their honours, cease to worship them, E. HF685 (lyr.):—Pass., τῆς βασιληΐης κατεπαύσθη Hdt. 1.130, cf. 6.71.
b put down, τὴν ἑωυτοῦ ἀρχήν Id.1.86; τὴν Κύρου δύναμιν ib. 90; δῆμον Th.1.107; τοὺς τετρακοσίους Id.8.97; τιμὰς ἐνέρων E.Alc. 31 (anap.).
III Pass. and Med. (fut. -πᾰήσομαι PMag.Lond. 121.916), leave off, cease, Ar.Eq.1265; λόγος κ. ἐν… Pl.Phlb. 66c: c. part., οὐ -παήσεται ἐρχομένη PMag. l.c.
IV Act. used intr. like Med., μολπᾶν δ' ἄπο… καταπαύσας πόσις… ἔκειτο E.Hec.918 (lyr., s. v.l.); εὐημερῶν κατάπαυσον rest while you are well off, Com.Adesp. 110.8, cf. LXX Ge.8.22, al.; κ. τοῦ πορευθῆναι ib.3 Ki.12.24.

German (Pape)

[Seite 1368] (s. παύω), aufhören machen, beendigen, stillen, besänftigen; χόλον θεῶν Od. 4, 583, wie Eur. Med. 172, μηνιθμόν Il. 16, 62; π όλεμον 7, 36; νεῖκος Hes. Th. 87; auch von Personen, hemmen, im Zaume halten, hindern, Od. 2, 168. 244 Il. 15, 105; τάχα κέν σε ἔγχος ἐμὸν κατέπαυσε, hätte dich zur Ruhe gebracht, Il. 16, 618; τινά τινος, machen, daß Einer wovon abläßt, ihn wovon abbringen, z. B. τινὰ ἀφροσυνάων, ἀγηνορίης ἀλεγεινῆς, Il. 22, 457; Od. 24, 457; καππαύει δίκαν Pind. N. 9, 15; τίς γὰρ ἂν κατέπαυσενἭρας νόσους ἐπιβούλους, wer hätte sie bewältigt, Aesch. Suppl. 581; οὔπω καταπαύσομεν Μούσας Eur. Herc. Fur. 685; Ar. Av. 1397 Pax 739; in Prosa, τὴν ναυπηγίαν Her. 1, 27, ἀρχήν 1, 86; geradezu absetzen, τυράννους 5, 38 u. öfter; pass., Δημαρήτου καταπαυσθέντος διεδέξατο τὴν βασιληΐην 6, 71; καταπαῦσαι τῆς ἀρχῆς Μήδους 4, 1, Δημάρητον τῆς βασιληΐης 6, 64, pass. 1, 130; δρόμου Plat. Polit. 294 e; Xen. Cyr. 8, 5, 25; τὸν λόγον, aufhören zu sprechen, Pol. 2, 8, 8; Ath. oft u. a. Sp.; – εὐημερῶν κατάπαυσον p. bei D. Sic. 12, 12. – Med., aufhören, ausruhen, Gegensatz ἄρχομαι, Ar. Equ. 1264; aber auch = act., πόθους, stillen, Eur. Hel. 1153.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 faire cesser, mettre fin à, acc. ; particul. faire cesser par la prière ou la persuasion, acc. ; faire cesser par la force : τὴν ἀρχήν HDT, τὸν δῆμον THC renverser le pouvoir (de qqn), le gouvernement démocratique ; τινα τῆς ἀρχῆς renverser qqn du pouvoir;
2 arrêter, contenir, empêcher : τινά τινος détourner qqn de qch (d'un danger, des plaisirs, etc.) ; τινα arrêter qqn, le tenir en échec;
3 faire se reposer, par euph. p. tuer;
II. intr. cesser, se reposer de : ἀπό τινος de qch.
Étymologie: κατά, παύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-παύω, poët. praes. sync. καππαύω, ep. inf. καταπαυέμεν; ep. inf. fut. καταπαυσέμεν act. met acc. (causat.) maken dat... ophoudt van zaken stoppen, een einde maken aan. πόλεμον καταπαυσέμεν de oorlog te zullen beëindigen Il. 7.36; τὴν ναυπηγίην de bouw van de vloot stoppen Hdt. 1.27.2; σοῦ καταπαύσω τὰς πνοάς ik zal jouw ademhaling stoppen Aristoph. Av. 1397. van pers.: laten stoppen (met), met acc. en gen.:; παῖδας ἀφροσυνάων kinderen laten ophouden met hun dwaze dingen Od. 24.457; καταπαύουσι δρόμου zij laten (hen) stoppen met hardlopen Plat. Plt. 294e; μόλις κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῦ μὴ θύειν αὐτοῖς met moeite wisten zij de mensenmenigte ervan te weerhouden om aan hen een offer te brengen NT Act. Ap. 14.18; alleen met acc., pregn. doden:; τάχα κέν σε... ἔγχος ἐμὸν κατέπαυσε mijn speer had je snel gestopt (= gedood) Il. 16.618; afzetten, omverwerpen:. Δημαρήτου καταπαυθέντος toen Demaretos was afgezet Hdt. 6.71.1; κ. τοὺς τετρακοσίους de Vierhonderd afzetten Thuc. 8.97.1. act. intrans. uitrusten, stoppen:. κατέπαυσεν ὁ θεὸς... ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ God rustte van al zijn werk NT Hebr. 4.4. med.-pass. intrans. ophouden, stoppen:. κινδυνεύει ὁ λόγος καταπεπαυμένος εἶναι het lijkt erop dat de discussie ten einde is Plat. Phlb. 66c.

Russian (Dvoretsky)

καταπαύω: Pind. καππαύω (эп.: inf. καταπαυέμεν, inf. fut. καταπαυσέμεν, 1 л. pl. aor. conjct. καταπαύσομεν) тж. med.
1 оканчивать, прекращать, (при)останавливать (πόλεμον Hom., Plut.; νεῖκος Hes.; ναυπηγίαν Her.; λόγον Xen. и λόγους Polyb.): κ. τὰς πνοάς τινος Arph. задушить кого-л.; μολπᾶν ἄπο καταπαῦσαι Eur. прекратить песни; οὐ κ. Μούσας Eur. не переставать славить Муз;
2 останавливать, унимать, успокаивать (Ἣρας νόσους Aesch.; τὰ πνεύματα Arst.; τινὰ λαλοῦσαν Men.);
3 смирять, укрощать (τινὰ ἀγηνορίης Hom.; τῶν βαρβάρων τόλμαν Polyb.);
4 задерживать, удерживать (τινὰ ἀφροσυνάων Hom.; τινὰ δρόμου Plat.): καταπαῦσαί τινα τοῦ μὴ ποιεῖν τι NT убедить кого-л. не делать чего-л.;
5 умилостивлять (τὸν Δία ἔπει Hom.);
6 свергать, низлагать (τυράννους, τινὰ τῆς βασιληΐης Her.; τὸν δῆμον Thuc.; τινὰ τῆς ἀρχῆς Plut.);
7 успокаивать навеки: ἔγχος κατέπαυσε διαμπερές Hom. копье уложило (его) навеки;
8 предаваться отдыху, почивать (ἀπὸ πάντων ἔργων NT).

English (Autenrieth)

fut. -σω, aor. κατέπαυσα, subj. -παύσομεν: put an end to, quell; of persons and w. gen. of separation, silence, stop in anything (ἀγηνορίης, ἀφροσυνάων), Il. 22.457, Od. 24.457; ironically of killing, Il. 16.618.

English (Slater)

καταπαύω bring to an end κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ (N. 9.15) med., come to an end, τί κάλλιον ἀρχομένοις ἢ καταπαυομένοισιν ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ ἀεῖσαι; fr. 89a. 1.

English (Strong)

from κατά and παύω; to settle down, i.e. (literally) to colonize, or (figuratively) to (cause to) desist: cease, (give) rest(-rain).

English (Thayer)

1st aorist κατεπαυσα; (κατά, like the German nieder down);
1. transitive, (the Sept. for הֵנִיחַ, הִשְׁבִּית) to make quiet, to cause to be at rest, to grant rest; i. e.
a. to lead to a quiet abode: τινα, to still, restrain, to cause (one striving to do something) to desist: followed by τοῦ μή and an infinitive, Buttmann, § 140,16 β.; Winer's Grammar, 325 (305)).
2. intransitive, to rest, take rest (Hebrew נוּחַ, שָׁבַת): ἀπό τίνος, Homer down.

Greek Monolingual

(AM καταπαύω, Α και ποιητ. τ. καππαύω)
1. παύω κάτι εντελώς, τερματίζω οριστικά, προκαλώ τον τελειωτικό τερματισμό, το σταμάτημα
2. μτφ. καταστέλλω, καταπνίγω, γαληνεύω, καταπραύνω («κατέπαυσε τους πόνους»)
3. (αμτβ.) ειρηνεύω, ησυχάζω
4. (αμτβ.) σταματώ, τελειώνω, παύω εντελώς
μσν.
ξεκουράζομαι
2. φθάνω
αρχ.
1. θέτω τέλος στη ζωή κάποιου, σκοτώνω κάποιον
2. κατεβάζω κάποιον από την εξουσία, καθαιρώ
3. καταργώ κάτι
4. παύω κάποια ενέργειά μου, σταματώ από το να εργάζομαι, αναπαύομαι
5. διακόπτω κάποιον από το να κάνει κάτι.

Greek Monotonic

καταπαύω: ποιητ. καπ-παύω, μέλ. -σω, σε Όμηρ., Ηρόδ. —
I. 1. Μέσ., σε Ευρ.
II. με αιτ. προσ., τελειώνω κάποιον, δηλ. σκοτώνω, σε Ομήρ. Ιλ.
2. κάνω κάποιον να σταματήσει κάτι, τον εμποδίζω, τον κωλύω, με γεν., σε Όμηρ.· και με αιτ. μόνο, σταματώ, εμποδίζω, στον ίδ., Ηρόδ. 3. α) όπως το καταλύω, κατεβάζω ή καθαίρω από αξίωμα, κ. τινὰ τῆς ἀρχῆς, τῆς βασιληΐης, σε Ηρόδ.· κ. τοὺς τυράννους, στον ίδ. — Παθ., τῆς βασιληΐης κατεπαύθη, στον ίδ. β) καταργώ, τὴν Κύρου δύναμιν, στον ίδ.· τὸν δῆμον, σε Θουκ.
III. 1. Παθ. και Μέσ., σταματώ από, διακόπτω, τινος, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. απόλ., σταματώ, καταργώ, σε Αριστοφ. κ.λπ.
3. η Ενεργ. χρησιμ. επίσης ως αμτβ., όπως στη Μέσ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καταπαύω: ποιητ. καππαύω, Πινδ. Ν. 9. 35·- φέρω εἰς πέρας, τελειώνω, καταπραΰνω, κατέπαυσα θεῶν χόλον Ὀδ. Δ. 583· μηνιθμὸν καταπαυσέμεν (Ἐπικ. ἀπαρ. μέλλ.) Ἰλ. Π. 62· πόλεμον καταπαυσέμεν ἀνδρῶν Η. 36· νεῖκος κ. Ἡσ. Θ. 87· τὴν ναυπηγίην Ἡρόδ. 1. 27· νόσους Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 586· τὸν λόγον Πολύβ. 2. 8, 8, κλ.- Μέσ., καταπαύεσθαι πόνους Εὐρ. Ἑλ. 1153. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., τελειώνω τινὰ (τὸν φονεύω), τάχα κέν σε… ἔγχος ἐμὸν κατέπαυσε Ἰλ. Π. 618· οὕτω, σοῦ κ. τὰς πνοὰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1397. 2) ἐμποδίζω τινά, κωλύω, τὸν κάμνω νὰ παύσῃ, νὰ μὴ ἐξακολουθῇ πράττων τι, μετ’ αἰτιατ. προσώπ. καὶ γεν. πράγματ., μιν καταπαύσῃ ἀγηνορίης ἀλεγεινῆς Ἰλ. Χ. 457· παῖδας καταπαυέμεν ἀφροσυνάων Ὀδ. Ω. 457· οὕτω, κ. τινὰ δρόμου Πλάτ. Πολιτικ. 294E· μετὰ μετοχ., κ. ταύτην λαλοῦσαν Μένανδρ. «Ἀρρηφ.» 3. 5·- καὶ μετὰ μόνης αἰτ., σταματῶ, ἐμποδίζω, Ὀδ. Β. 168, 244, Ἰλ. Ο. 105, Ἡρόδ., κλ. 3) ὡς τὸ καταλύω, καταβιβάζω, ἀπὸ ἐξουσίας, καθαιρῶ, κ. τινὰ τῆς ἀρχῆς, τῆς βασιληΐης Ἡρόδ. 4. 1., 6. 64· κ. τοὺς τυράννους ὁ αὐτ. 5. 38, πρβλ. 2. 144., 7. 105· κατ. Μούσας, καταβιβάζω αὐτὰς ἀπὸ τῶν τιμῶν των, δὲν τιμῶ αὐτὰς πλέον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 685.- Παθ., τῆς βασιληΐης κατεπαύσθη Ἡρόδ. 1. 130, πρβλ. 6. 66, 71. β) καταβάλλω, καταργῶ, τὴν ἐωυτοῦ ἀρχὴν κ. ὁ αὐτ. 1. 86· τὴν Κύρου δύναμιν αὐτόθι 90· τὸν δῆμον Θουκ. 1. 107, πρβλ. 8. 97· τιμὰς ἐνέρων Εὐρ. Ἄλκ. 31. ΙΙΙ. Μέσ., παύομαι ἀπό τινος, «παύω», τινος Ἡρόδ.· λόγχαις καταπαυόμενος πόθους Εὐρ. Ἑλ. 1153· καὶ ἀπολύτ., τί κάλλιον ἀρχομένοισιν ἢ καταπαυομένοισιν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1264 2) Παθ., καταπαύεται τὰ ἀρρωστήματα ταῖς τῶν ἰατρῶν τέχναις Δημ. 808. 14, κτλ. Δημαρήτου καταπαυσθέντος Ἡρόδ. 6. 71· καταπαυσθέντος τοῦ πολέμου Παυσ. 6. 2, 3· λόγος κινδυνεύει καταπεπαυμένος εἶναι ἐν… Πλάτ. Φίληβ. 66D· 3) τὸ ἐνεργ. εἶναι ὡσαύτως ὡς τὸ μέσ., παύω ἐμαυτόν, μολπᾶν δ’ ἄπο… καταπαύσας πόσις… ἔκειτο Εὐρ. Ἑκ. 918, εὐημερῶν κατάπαυσον, ἀναπαύθητι ἐνόσῳ εὐτυχεῖς, Κωμ. Ἀνώνυμ. 50 (παρὰ Διοδ. 12. 14)· καὶ αὐτὸς κατέπαυσεν ἀπὸ τῶν ἔργων αὐτοῦ Παύλ. Ἐπ. π. Ἑβρ.

Middle Liddell

poet. καπ-παύω fut. σω epic inf. -παυσέμεν
I. to lay to rest, put an end to, Hom., Hdt.:— Mid., Eur.
II. c. acc. pers. to lay to rest, i. e. kill, Il.
2. to make one stop from a thing, hinder or check from, c. gen., Hom.:—and c. acc. only, to stop, keep in check, Hom., Hdt.
3. like καταλύω, to put down or depose from power, κ. τινὰ τῆς ἀρχῆς, τῆς βασιληΐης Hdt.; κ. τοὺς τυράννους Hdt.:—Pass., τῆς βασιληΐης κατεπαύθη Hdt.
b. to put down, τὴν Κύρου δύναμιν Hdt.; τὸν δῆμον Thuc.
III. Pass. and Mid. to leave off from, cease from, τινος Hdt., etc.
2. absol. to leave off, cease, Ar., etc.
3. the Act. is also used intr. like Mid., Eur.

Chinese

原文音譯:katapaÚw 卡他-袍哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:向下-停止 相當於: (נוּחַ‎ / נָחָה‎)
字義溯源:歇息,安居,約束,阻止,安息,享安息,攔住;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(παύω)*=止住)組成。參讀 (ἀναλύω) (ἀναπαύω)同義字
同源字:1) (κατάπαυσις)安歇 2) (καταπαύω)歇息 3) (παύω)止住
出現次數:總共(4);徒(1);來(3)
譯字彙編
1) 安息了(2) 來4:4; 來4:10;
2) 享了安息(1) 來4:8;
3) 攔住(1) 徒14:18

Lexicon Thucydideum

abrogare, privare imperio, to repeal, deprive of command, 1.107.4, 5.26.1, 8.97.1,
compescere, to restrain, check, 8.24.6.