ἀποκίδναμαι

Revision as of 20:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A spread abroad from a place, A.R.4.133, Arat.735, D.P.48.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκίδναμαι: παθ., ἀποσκεδάννυμαι, διασκορπίζομαι ἀπό τινος, ὅτε πρώτη ἀποκίδναται αὐτόθεν αὐγὴ Ἄρατ. 735, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 133.

Spanish (DGE)

(ἀποκίδνᾰμαι)
extenderse a partir de un puntode un río, A.R.4.133, πρώτη ἀποκίδναται αὐτόθεν αὐγή Arat.735, cf. D.P.48, ἱερὴ δ' ἀποκίδναται ὀδμή Simm.(?) en PMich.139.2.

Greek Monolingual

ἀποκίδναμαι (Α) κίδναμαι
παθ. διασκορπίζομαι.