ἐξεταστέον
English (LSJ)
A one must scrutinize, Pl.R.599a, Gal.1.357; one must examine carefully, ὅπως . . Jul.Or.7.226d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεταστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐξετάζω, δεῖ ἐξετάζειν, Πλάτ. Πολ. 599Α.
Greek Monotonic
ἐξεταστέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να εξετάσει, να ελέγξει, σε Πλάτ.