ον, A outcast, Id.
ἐξώβλητος: ὁ, ἐκβεβλημένος ἔξω, «ἐξώβλητον (κατὰ διόρθ. Σαλμασ. ἀντὶ ἐξόβλητον), ἐξόριστον, ἀπόβλητον» Ἡσύχ.
ἐξώβλητος, -ον (Α)απόβλητος, διωγμένος.