ἑλλεβοροποσία

Revision as of 11:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A drinking of hellebore, Hp.Epid.5.83.

German (Pape)

[Seite 800] ἡ, das Trinken des Nieswurztrankes, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλλεβοροποσία: ἡ, τὸ πίνειν ἑλλέβορον, Ἱππ. 1160Β.

Greek Monolingual

ἑλλεβοροποσία, η (Α)
πόση ελλεβόρου για θεραπευτικούς σκοπούς.