πόση

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source

Greek Monolingual

η / πόσις, -εως, ΝΜΑ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πίνω, το να πίνει κανείς νερό, κρασί ή οτιδήποτε άλλο υγρό («εὐλόγησον τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν τῶν δούλων Σου», ΚΔ.)
αρχ.
το να πίνει κανείς σε γιορτές ή συγκεντρώσεις, το συμπόσιο («ὑπὸ γὰρ τοῦ περιχαροῦς τῆς νίκης πρὸς πόσιν τετράφθαι τοὺς πολλοὺς ἐν τῇ ἑορτῇ», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- του πίνω (βλ. λ. πίνω) + κατάλ. -σις].