ἡμιρρομβιαῖος

Revision as of 11:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

α, ον, A like a ἡμιρρόμβιον, Gal.18(1).788.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιρρομβιαῖος: -α, -ον, ὡς τὸ ἡμιρρόμβιον, Γαλην. 12. σ. 477.

Greek Monolingual

ἡμιρρομβιαῑος, -αία, -ον (Α) ημιρρόμβιο
αυτός που μοιάζει με ημιρρόμβιο ή έχει σχήμα ημιρρομβίου.