ἡμιρρομβιαῖος

English (LSJ)

α, ον, like a ἡμιρρόμβιον, Gal.18(1).788.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιρρομβιαῖος: -α, -ον, ὡς τὸ ἡμιρρόμβιον, Γαλην. 12. σ. 477.

Greek Monolingual

ἡμιρρομβιαῖος, -αία, -ον (Α) ημιρρόμβιο
αυτός που μοιάζει με ημιρρόμβιο ή έχει σχήμα ημιρρομβίου.

German (Pape)

adj. von ἡμιρρόμβιον.