τζαγγάριος

From LSJ
Revision as of 12:37, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source

Greek Monolingual

και τζαγκάριος, σαγγάριος, τσανγάριος και τζάγκαρος, ὁ, Μ
τσαγκάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τζάγγη «είδος βασιλικού υποδήματος» + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -ārius, πρβλ. ταβουλάριος].