ή, όν, Awatery, moist, πνεύματα ὑδατεινότατα Hp.Aër. 6; χώρη ὑδατεινή ib.15: perh. to be read for ὑδατῑνός (fem.) in Matro Conv.79, and for ὑδάτινος in Thphr.Vent.7,57.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α υδάτινος. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὕδωρ, ὕδατος, κατά τα επίθ. σε -εινός].