υδάτινος
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑδάτινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που αποτελείται από νερό, υδατώδης (α. «υδάτινο στρώμα» β. «πνεύματα ὑδατινώτατα», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
1. παρασκευασμένος με νερό («υδάτινη βαφή» — υδρόχρωμα, νερομπογιά)
2. μτφ. διαφανής («υδάτινες γραμμές» ή «υδάτινα σημεία» — τα υδατογραφήματα)
φρ. α) «υδάτινο οικοσύστημα»
βιολ. οικοσύστημα που αναπτύσσεται σε έναν υδάτινο χώρο, από τον πιο μικρό νερόλακκο μέχρι τον ωκεανό, και του οποίου κύριο χαρακτηριστικό είναι οι μοναδικές φυσικοχημικές και βιολογικές ιδιότητες του νερού
β) «υδάτινο ισοζύγιο» — η ποσοτική απεικόνιση τών υδάτινων εισροών και εκροών ενός συστήματος
γ) «υδάτινοι πόροι» — το σύνολο τών φυσικών υδάτων, ανεξάρτητα από την κατάσταση τους, δηλαδή αέρια, υγρά ή στερεά, τα οποία απαντούν στη Γη ή σε μια δεδομένη περιοχή ή χώρα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον άνθρωπο
αρχ.
1. (για λεπτά μιλήσια υφάσματα) ο διαφανής σαν το νερό ή αυτός που έχει το χρώμα της θάλασσας, κυανός, γαλάζιος («πολλὰ δ' οἷα γυναῖκες φορέοισ' ὑδάτινα βράκη», Θεόκρ.)
2. μτφ. ευλύγιστος, εύκαμπτος («ὑδάτινοι βραχίονες», Ανθ. Παλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑδάτινον
είδος νερού με θεραπευτικές ιδιότητες για τις οφθαλμικές παθήσεις
4. φρ. α) «ὑδάτινος νάρκισσος» — υδροχαρής νάρκισσος
β) «τὸ ὑδάτινον σῶμα» — το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ύδατος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].