[ρᾰ], ὁ, (ῥάπτω) A shoemaker, Hdn.Gr.1.225, al., Gloss.
ὑποδημᾰτορράφος: ὁ, (ῥάπτω) ὁ ῥάπτων ὑποδήματα, Ἀρκάδ. 84, Συνέσ.
ὁ, Α αυτός που κατασκευάζει υποδήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόδημα, ὑποδήματος + -ρραφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. ἱστιο-ρράφος].