ὀγκίαι
English (LSJ)
θημῶνες, χώματα, σιδηροθήκη, Hsch.
German (Pape)
[Seite 290] αἱ, erkl. Hesych. θημῶνες, χώματα.
Greek Monolingual
ὀγκίαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «θημῶνες, χώματα, σιδηροθήκη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + κατάλ. -ία].
θημῶνες, χώματα, σιδηροθήκη, Hsch.
[Seite 290] αἱ, erkl. Hesych. θημῶνες, χώματα.
ὀγκίαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «θημῶνες, χώματα, σιδηροθήκη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + κατάλ. -ία].