μεγαλόστηθος

Revision as of 16:32, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ον, = μεγαλόστερνος (broad-chested), Mnesith. ap. Orib. 21.7.6 (Sup.).

Greek (Liddell-Scott)

μεγαλόστηθος: -ον, ὁ ἔχων μέγα στῆθος, Μνησίθ. παρ᾿ Ὀρειβ. ΙΙΙ. 24, 14. ― Ὑπερθετ. μεγαλοστηθότατοι, οἱ, οἱ ἔχοντες καθ᾿ ὑπερβολὴν μέγα στῆθος, Ὀρειβ. ἔκδ. Dar. τ. 3, σ. 24.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μεγαλόστηθος, -ον)
αυτός που έχει μεγάλο στήθος.