ἑκατονταπλάσιος

Revision as of 13:14, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ον, = ἑκατονταπλασίων (a hundred times as much, hundredfold), Simpl. in Ph. 1115.33. Adv. ἑκατονταπλασίως LXX 1 Ch. 21.3.

Spanish (DGE)

-ον
1 centuplicado, cien veces más numeroso ὅτ' ἂν ὁ σπόρος Ἰησοῦ ἑ. γένηται Didym.in Ps.cat.264
cien veces mayor χρόνος Simp.in Ph.1115.33
neutr. subst. τὸ ἑ. cantidad cien veces mayor Gr.Nyss.Usur.199.22.
2 adv. -ως cien veces más προσθεῖναι LXX 1Pa.21.3, cf. Ign.Ep.2.4, Didym.in Ps.cat.854, Mac.Aeg.Hom.36.1.4.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἑκατονταπλάσιος, -ον)
ο εκατονταπλούς, αυτός που είναι εκατό φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον ή από τον εαυτό του
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εκατονταπλάσιο
εκατονταπλάσια ποσότητα.