ἔγεντο

Revision as of 10:37, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. γίγνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγεντο: ἴδε τὸ ῥῆγμα γίγνομαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. sync. ao.2 de γίγνομαι.

Spanish (DGE)

v. γίγνομαι.

Greek Monotonic

ἔγεντο: Επικ. αντί ἐγένετο, γʹ ενικ. αόρ. βʹ του γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἔγεντο: и γέντο (= ἐγένετο) Hes., Pind., Theocr. 3 л. sing. aor. 2 к γίγνομαι.