ἀτροπίη

Revision as of 10:45, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

ἀωρία, μεσονύκτιον, Hsch.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
inflexibilité :
1 raideur, obstination;
2 folie.
Étymologie: ἄτροπος.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
1 intransigencia κρέσσων τοι σοφίη γίνεται ἀτροπίης la habilidad es preferible a la intransigencia Thgn.218
crueldad οἷα ... πάθον ἀτροπίῃ A.R.4.387, cf. 1006, σχέτλιοι ἀτροπίης καὶ ἀνηλέες A.R.4.1047.
2 ἀτροπίη· ἀωρία. μεσονύκτιον Hsch.