βαμβακύζω

Revision as of 10:58, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

chatter with cold, Hippon. 17; — also βαμβαλύζω, Phryn. PS p. 54B., Hsch.; possibly to be restored (for βομβυλιάζω) in Arist. Pr. 949a13.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
βαμβαίνω.

Spanish (DGE)

(βαμβᾰκύζω) castañetear los dientes Hippon.42a.3 (var., v. βαμβαλύζω).

Greek Monolingual

βαμβακύζω (Α)
χτυπούν τα δόντια μου από το κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του βαμβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

βαμβᾰκύζω: Plut. = βαμβαίνω 1.