κρύο

From LSJ

καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all

Source

Greek Monolingual

το (Μ κρύο)
ψύχρα, ψύχος
νεοελλ.
φρ. α) «άρπαξα κρύο» — ασθένησα λόγω κρυολογήματος, κρυολόγησα
β) «έμεινε στα κρύα του λουτρού
i) εξαπατήθηκε
ii) απέτυχε, ιδίως ερωτικά
iii) εγκαταλείφθηκε χωρίς να ειδοποιηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κρύος (τὸ) μεταπλασμένο σε -ο αναλογικά προς τα δευτερόκλιτα ουδέτερα σε -ο(ν), πρβλ. δάσο < αρχ. δάσος.