Καρχηδόνιος

Revision as of 11:05, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

α, ον, Carthaginian, Hdt. 3.19, etc.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Carthage, Carthaginois ; οἱ Καρχηδόνιοι HDT les Carthaginois.
Étymologie: Καρχηδών.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α Καρχηδόνιος, -ία, -ον)
ο κάτοικος της αρχαίας πόλης Καρχηδόνος
νεοελλ.
καρχηδονιακός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Καρχηδών -όνος + κατάλ. -ιος (πρβλ. Τράγ-ιος, Φρύγ-ιος)].

Russian (Dvoretsky)

Καρχηδόνιος: II ὁ карфагенянин Her. etc.
карфагенский Polyb., Diod.

English (Woodhouse)

Carthaginian