ἀμπετάννυμι

Revision as of 11:07, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

poet. for ἀναπετάννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπετάννυμι: ἀμπέτομαι, ποιητ. ἀντὶ ἀναπετάννυμι, ἀναπέτομαι.

Greek Monotonic

ἀμπετάννυμι: ἀμ-πέτομαι, ποιητ. αντί ἀναπετάννυμι, ἀναπέτομαι.