μεμονωμένως

Revision as of 17:00, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

English (LSJ)

Adv., (μονόω) A singly, v.l. in Corn.ND14.

German (Pape)

[Seite 129] adv. zu part. perf. pass. von μονόω, vereinzelt, einsam, Cornut. 16.

Greek (Liddell-Scott)

μεμονωμένως: ἐπίρρ. (μονόω) μόνος, κατὰ μόνας, Κορνοῦτ. περὶ Θεῶν Φύσ. 16 (14).

Greek Monolingual

και μεμονωμένα (Α μεμονωμένως)
επίρρ. χωριστά, κατ' ιδίαν, απομονωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμονωμένος, μτχ. μεσ. παρακμ. του ρ. μονῶ].