τραγίαμβος

Revision as of 18:00, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, A tragic iambus. Suid. s.v. Ἀπολλόδωρος.

German (Pape)

[Seite 1133] ὁ, der tragische Jambus, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγίαμβος: ὁ, ὁ τραγικὸς ἴαμβος, ἦρξε δὲ πρῶτος τῶν καλουμένων τραγιάμβων Σουΐδ. ἐν λ. Ἀπολλόδωρος Ἀσκληπιάδου.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο τραγικός ίαμβος («ἦρξε δὲ πρῶτος τῶν καλουμένων τραγιάμβων», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + ἴαμβος.