cataract
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. καταρράκτης, ὁ, χειμάρρους, ὁ, V. ῥεῖθρον χείμαρρον, τό, καταβασμός, ὁ, καταβαθμός, ὁ.