χρυσόβουλλο

From LSJ
Revision as of 18:45, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source

Greek Monolingual

το / χρυσόβουλλον, ΝΜ, και δ. γρφ. χρυσιόβολλον Μ
(στο Βυζ.) αυτοκρατορικό διάταγμα, σφραγισμένο με τη χρυσή σφραγίδα του αυτοκράτορα
μσν.
σπαν. η χρυσή σφραγίδα του αυτοκράτορα («χαρτία ἄγραφα τοῦ έβούλλωσε μὲ τὸ χρυσόβουλλόν του», Χρον. Μop.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. χρυσόβουλλος.