μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις → remember how short my time is
νεφοῦμαι, -όομαι (Α) νέφος1. (για τον ουρανό ή για τον ορίζοντα) καλύπτομαι από σύννεφα, συννεφιάζω2. μτφ. είμαι ή καθίσταμαι ασαφής, σκοτεινός.