κορυμβώ
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
κορυμβῶ, -όω (Μ) κόρυμβος
1. κάνω κάτι κόρυμβο
2. παθ. κορυμβοῦμαι, -όομαι
(για τα μαλλιά) σχηματίζομαι σε κόρυμβο, σε κότσο.