κορυμβώ

From LSJ

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source

Greek Monolingual

κορυμβῶ, -όω (Μ) κόρυμβος
1. κάνω κάτι κόρυμβο
2. παθ. κορυμβοῦμαι, -όομαι
(για τα μαλλιά) σχηματίζομαι σε κόρυμβο, σε κότσο.