ωοτοκώ

From LSJ
Revision as of 16:45, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

ᾠοτοκῶ, -έω, ΝΜΑ ωοτόκος
(αμτβ.) (για ζώο) α) γεννώ αβγά
β) είμαι ωοτόκος, αναπαράγομαι με ωοτοκία
αρχ.
1. (για φυτό) παράγω σπόρο
2. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ ᾠοτοκοῡντα
τα ωοτόκα
3. παθ. ᾠοτοκοῦμαι, -έομαι
γεννιέμαι όπως το αβγό («τῶν ζῴων τὰ μὲν ζωοτοκεῑται, ὡς ἄνθρωπος, τὰ δ' ᾠοτοκεῑται, ὡς ὄρνιθες», Σέξτ. Εμπ.).