ἴσα πάντα, ἴσων ἀμφοτέρων, ἰσάκις ἴσος → all are equal, both are equal, equal multiplied by equal
ὀρφανοῦμαι, -όομαι (Α) ορφανός1. μένω ορφανός2. στερούμαι κάποιου πράγματος.