κορίαννο
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
το (Α κορίαννον και κορίαμβλον)
το φυτό κορίανδρο («μύρτοις στεφανοῦσθαι καὶ κοριάννοις», Ανακρ.)
αρχ.
δαχτυλίδι που φορούσαν οι γυναίκες στον δείκτη του χεριού («ἕτερον κορίαννον, τῷ λιχανῷ περιηρτημένον», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. μεσογειακής προελεύσεως].