Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κορίαννο

From LSJ
Revision as of 18:05, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡσθαι" to "οῦσθαι")

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203

Greek Monolingual

το (Α κορίαννον και κορίαμβλον)
το φυτό κορίανδρο («μύρτοις στεφανοῦσθαι καὶ κοριάννοις», Ανακρ.)
αρχ.
δαχτυλίδι που φορούσαν οι γυναίκες στον δείκτη του χεριού («ἕτερον κορίαννον, τῷ λιχανῷ περιηρτημένον», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. μεσογειακής προελεύσεως].