επαπειλώ

From LSJ
Revision as of 08:40, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπαπειλῶ, -έω)
επισείω κάτι ως απειλή, απειλώ, φοβερίζω («ἔπειτ' ἐμοὶ τὰ δείν' ἐπηπείλησ' ἔπη», Σοφ.)
νεοελλ.
απρόσ. επαπειλείται
επίκειται, επικρέμαται ως απειλή ή κίνδυνος
αρχ.
1. απλώς απειλώ, φοβερίζω
2. (με απρμφ. μέλλ.) απειλώ ότι θα κάνω κάτι («δείν' ἐπηπείλει τελεῖν;», Σοφ.)
3. απόλ. διατυπώνω απειλές, φέρομαι απειλητικά («τὸν δὲ Λύκωνα ἔφασαν καὶ ἐπαπειλεῖν», Ξεν.)
4. μέσ. ἐπαπειλοῦμαι
(με δοτ. προσ.) σκέπτομαι να κάνω κακό σε κάποιον.