οστρακόεις
From LSJ
μή πῃ ἡμῖν ἀπαμβλύνεται ἄλλο τι δικαιοσύνη → has our idea of justice in any way lost the edge
Greek Monolingual
ὀστρακόεις, -εσσα, -εν και συνηρ. τ. ὀστρακοῡς, -οῦν
(Α)
(ποιητ. τ.) οστράκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. -όεις].