επευφημώ
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
Greek Monolingual
(AM ἐπευφημῶ, -έω)
μσν.- νεοελλ.
εκφράζω με ζητωκραυγές επιδοκιμασία ή αφοσίωση
αρχ.-μσν.
1. επιδοκιμάζω θορυβωδώς, δίνω τη συγκατάθεσή μου («ἔνθ' ἄλλοι μὲν πάντες ἐπευφήμησαν Ἀχαιοὶ αἰδεῖσθαι θ' ἱερῆα», Ομ. Ιλ.)
2. εγκωμιάζω, εξυμνώ
αρχ.
1. εύχομαι σε κάποιον κάτι («νόστον ἐπευφήμησεν ἀκηδέα νισσομένοισιν», Απολλ. Ρόδ.)
2. καλώ κάποιον με εύφημο όνομα («ἄλλοι δ' ἁβρὸν Ἄδωνιν ἐπευφήμησαν ἀοιδοί», Πρόκλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ευφημώ].